- ἱπποτόκος
- ἱππο-τόκος, ον,A horse-bearing, of Medusa, Nonn.D.47.693.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιπποτόκος — ἱπποτόκος, ον (Α) (για τη Μέδουσα) αυτή που γέννησε ίππο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τόκος (< τίκτω), πρβλ. διδυμο τόκος, φυλλο τόκος] … Dictionary of Greek
ἱπποτόκοιο — ἱπποτόκος horse bearing masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτοτόκος — ἐρωτοτόκος, ον (AM) αυτός που γεννά τον έρωτα («ἐρωτοτόκον πρόσωπον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + τόκος < τίκτω (πρβλ. αρρενοτόκος, ιπποτόκος, χρυσοτόκος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek